- νεμητός
- νεμ-ητός, ή, όν, dub. sens.,A
τὸν ν. ἀγῶνα τῶν Ὁμολωΐων IG7.3196.23
(Orchom. [dialect] Boeot.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν ν. ἀγῶνα τῶν Ὁμολωΐων IG7.3196.23
(Orchom. [dialect] Boeot.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεμητός — νεμητός, ή, όν (Α) πιθ. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διανείμει ή αυτός που διανεμήθηκε, που διαιρέθηκε, που διαμοιράστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη τού νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση), βλ. και λ. νέμω] … Dictionary of Greek
νεμήτων — νέμητος not fully formed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμητε — νέμητος not fully formed masc/fem voc sg νέμω deal out pres subj act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμηταί — νεμητής masc nom/voc pl νεμητός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)